Ο σκοπός είναι να μεγαλώσουμε ένα παιδί με ενσυναίσθηση. Ένα παιδί που πραγματικά νοιάζεται για το πώς οι ενέργειές του επηρεάζουν τους άλλους. Συχνά τέτοια παιδιά νιώθουν βαθιές τύψεις όταν κάνουν κάτι λανθασμένο και αμέσως μετά ψάχνουν τρόπους για να το διορθώσουν. Μια αυξημένη τάση προς την ενσυναίσθηση – είναι το κύριο χαρακτηριστικό τέτοιων παιδιών.
Όμως, τι γίνεται με τα παιδιά που δεν έχουν αυτήν την ικανότητα; Είναι πολύ σημαντικό να τους βοηθήσουμε να την αναπτύξουν, διότι αυτό είναι το κλειδί για τη διατήρηση στενών και υγιειών σχέσεων. Ωστόσο, βιβλία σχετικά με το θέμα ενσυναίσθησης είναι τόσο πολλά, όπως και τα αστέρια στον ουρανό, και για εξοικονόμηση του χρόνου των γονέων θα μοιραστούμε ένα μυστικό. Υπάρχει ένας ουσιαστικός τρόπος να βοηθήσετε το παιδί σας να καλλιεργήσει την ενσυναίσθηση μέσα του κι αυτός είναι να νιώσει την ενσυναίσθηση του γονέα. Όταν το παιδί δέχεται την ενσυναίσθηση των άλλων, τότε και το ίδιο μπορεί να εξελίξει μια τέτοια δυνατότητα.
Η ενσυναίσθηση είναι ο σεβασμός προς τη συναισθηματική κατάσταση ενός άλλου ατόμου. Όμως, αυτό δεν είναι πάντα προφανές για τους γονείς, που προσπαθούν συχνά να λύσουν τα προβλήματα των παιδιών τους. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, αυτό που θα βοηθήσει τα παιδιά είναι ο σεβασμός και η κατανόηση της συναισθηματικής τους κατάστασης και όχι η επίλυση των προβλημάτων τους. Η ενσυναίσθηση από μόνη της είναι «φάρμακο» και μπορεί να βοηθήσει. Αντιθέτως, η υπερπροστασία του παιδιού από τα προβλήματα και τις δυσκολίες, πληγώνει την αυτοπεποίθηση του γιατί του δίνει την αίσθηση ότι δε μπορεί – ότι δεν είναι ικανό να κάνει κάτι από μόνο του παρά μόνο αν κάποιος άλλος το κάνει στη θέση του. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν προσφέρουμε καμία καθοδήγηση στο παιδί.
Για παράδειγμα, ένα παιδί βάζει τα κλάματα πριν τον ύπνο. Το ρωτάμε τι συμβαίνει και μας λέει ότι η φίλη της είπε μπροστά σε όλους, την ώρα του διαλείμματος, ότι η «Μαρία» είναι υιοθετημένη, το οποίο σημαίνει πως έχει άλλη μια μητέρα, «που ίσως δεν την θέλει».
Παρόλο που μπορεί να θυμώσουμε πολύ με κάτι τέτοιο, χρειάζεται να βάλουμε στην άκρη αυτό το συναίσθημά για να υποστηρίξουμε τη Μαρία. Την αγκαλιάζουμε σφιχτά. Και αντί να πουμε ότι η φίλη της ήταν κακιά και ότι δεν είχε δικαίωμα να λέει τέτοια πράγματα, δείχνουμε ενσυναίσθηση. Λέμε απαλά: «Νιώθεις τόσο πληγωμένη». Είμαι μαζί σου, αγάπη μου. Καταλαβαίνω το πόσο πονάει αυτό». Δεν προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα ή να εξηγήσουμε πως η φίλη της ήταν λάθος. Δεν προσπαθούμε να την πείσουμε για το αντίθετο. Απλά ακούμε και σεβόμαστε τον πόνο της, καθρεφτίζοντας το συναίσθημα που βλέπουμε.
Μετά από μερικά λεπτά, πάλι δείχνουμε ενσυναίσθηση και λέμε για παράδειγμα: «Ξέρω πως πληγώθηκες που αισθάνθηκες τόσο μόνη και διαφορετική. Λυπάμαι πολύ, αγάπη μου. Μακάρι να ήμουνα και εγώ εκεί». Περιμένουμε για λίγο να μιλήσει το παιδί, χωρίς να επεμβαίνουμε με λύσεις και σχόλια. Μετά μπορούμε να ρωτήσουμε «Τι θα μπορούσες να κάνεις αν ξανασυμβεί κάτι τέτοιο ή την επόμενη φορά που θα δεις τι φίλη σου; Εγώ πως μπορώ να σε βοηθήσω;». Αφήνουμε το παιδί να σκεφτεί τυχόν λύσεις.
Στο σχολείο, η Μαρία δεν προσπαθούσε να εκδικηθεί. Απέφευγε την φίλη της, αλλά δεν απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Από τότε συνέχισε να μιλάει στη μαμά της όταν ήταν θυμωμένη, λυπημένη, απογοητευμένη, ενθουσιασμένη ή αναστατωμένη.
Το να λέτε στο παιδί σας να μην αισθάνεται έτσι, δεν το βοηθά. Τα συναισθήματα είναι ένα απαραίτητο κομμάτι του ανθρώπου. Λέγοντας πράγματα όπως “μην θυμώνεις” ή «μην στεναχωριέσαι», ή «είσαι πολύ ευαίσθητος», προκαλείτε πόνο, θυμό και θλίψη, γιατί το παιδί αισθάνεται μόνο του. Όταν δείχνουμε ενσυναίσθηση προς το παιδί που θυμώνει ή απογοητεύεται, λέγοντας: «Είσαι στεναχωρημένος, το καταλαβαίνω. Και εγώ στην θέση σου θα ένιωσα έτσι», το κάνουμε να αισθανθεί πως το καταλαβαίνουν, πως οι γονείς συμπάσχουν μαζί του και ότι δεν είναι μόνο του. Έτσι, το παιδί αποκτά την δύναμη να προχωρήσει μπροστά.
Όταν ο γονέας θεωρεί πως πρέπει να λύσει τα προβλήματα του παιδιού του, με αυτό τον τρόπο δείχνει κυρίως την εξουσία του. Στην περίπτωση που οι γονείς κρατάνε τον έλεγχο της κατάστασης, το παιδί στερείται την ελεύθερη βούληση και μαθαίνει να παίζει τον ρόλο του «θύματος» όταν κάτι πάει στραβά. Η ενσυναίσθηση, αντιθέτως, βοηθά το παιδί να μην αισθάνεται πλέον μόνο του και να έρθει κοντά και να μιλήσει στους γονείς που πραγματικά το καταλαβαίνουν.